κληροδότημα

κληροδότημα
το, -ατος
1. το χρηματικό ποσό ή άλλο περιουσιακό στοιχείο που αφήνεται με διαθήκη στο όνομα κάποιου.
2. το χρηματικό ποσό που δίνεται από κάποιον για σκοπούς κοινής ωφέλειας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κληροδότημα — Κάθε περιουσιακή ωφέλεια (πράγμα, απαίτηση κλπ.) που ο διαθέτης, με διάταξη η οποία περιλαμβάνεται στη διαθήκη του, προσπορίζει σε ένα πρόσωπο, χωρίς όμως να το διορίζει κληρονόμο του. Κ. μπορεί να αναγραφεί και προς όφελος μεριδιούχου της «εξ… …   Dictionary of Greek

  • ληγάτον — ληγᾱτον καί λεγᾱτον, τὸ (ΑM) κληροδότημα, αυτό που κληροδοτεί κάποιος με διαθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legatum «κληροδότημα» < lego «στέλνω»] …   Dictionary of Greek

  • απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • διακομίζω — (AM διακομίζω) μεταφέρω, μετακομίζω νεοελλ. μεταφέρω από το μέτωπο στα μετόπισθεν τραυματίες ή ασθενείς μσν. 1. κληροδοτώ 2. μεταβιβάζω κληροδότημα στον δικαιούχο αρχ. 1. περνώ, διαβαίνω 2. φρ. «διαβιβάζω σισίτιο» αναζωογονώ, δυναμώνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • δόση — η (AM δόσις) 1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο 2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων 3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα μσν. 1. (για ακίνητο) μεταβίβαση …   Dictionary of Greek

  • καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • κληροδοτώ — (AM κληροδοτῶ, έω) [κληροδότης] δίνω σε κάποιον κάτι ως μερίδιο («και φάγητε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ κληροδοτήσητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν ἕως αἰῶνος», ΠΔ) νεοελλ. αφήνω σε κάποιον κάτι με κληροδοσία, τού τό αφήνω με διαθήκη ως κληροδότημα, τού τό παραχωρώ …   Dictionary of Greek

  • κληροδότης — ο, θηλ. κληροδότις και κληροδότρια (Α κληροδότης, θηλ. κληροδότειρα και κληροδότρια) νεοελλ. αυτός που αφήνει σε κάποιον κληροδότημα αρχ. 1. αυτός που διανέμει κάτι με κλήρο 2. αυτός που αφήνει σε κάποιον κληρονομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + δότης… …   Dictionary of Greek

  • κληροδόχος — ο αυτός που δέχεται κληρονομία ή κληροδότημα το οποίο τού αφήνει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολο δόχος, καπνο δόχος. Ο τ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”